- ειδεχθής
- ης, ες гадкий, мерзкий, отвратительный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ειδεχθής — ές (Α εἰδεχθής, ές) ο αποκρουστικός στην όψη («ειδεχθής κακούργος», «ειδεχθές έγκλημα») αρχ. σάπιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < είδος + εχθής < έχθος] … Dictionary of Greek
Debtocracy — Directed by Katerina Kitidi Aris Hatzistefanou Produced by Kostas Efimeros Written by Katerina Kitidi Aris … Wikipedia
ειδέχθεια — εἰδέχθεια, η (Α) [ειδεχθής] αποκρουστική όψη … Dictionary of Greek
φρικτός — ή, ό / φρικτός, ή, όν, ΝΜΑ, και φριχτός Ν [φρίσσω] 1. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικαλέος, φρικιαστικός 2. ειδεχθής, απαίσιος μσν. αυτός που προκαλεί έκπληξη, κατάπληξη («ἀκατάληπτον ὑπάρχει, Δέσποινα, τὸ πεπραγμένον ἐπὶ σοὶ φρικτὸν μυστήριον»,… … Dictionary of Greek